ξεζωνάτος

ξεζωνάτος
-η, -ο (Μ ξεζωνάτος και ἐξεζωνάτος, -η, -ον και ξεζώνατος, -η, -ον)
αυτός που δεν φορά ζώνη, ξέζωστος
μσν.
(για ένδυμα) αυτός που δεν έχει ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ζωνάτος (< ζώνη). Ο τ. ξεζώνατος αναλογικά προς τα πολλά προπαροξύτονα στερ. επίθ. σε -ατος (πρβλ. αόρατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”